στυγνοποιός

στυγνοποιός
στυγνοποιός
making sad
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στυγνοποιός — όν, Α αυτός που κάνει κάποιον κατηφή ή μελαγχολικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυγνός + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • στυγνοποιόν — στυγνοποιός making sad masc/fem acc sg στυγνοποιός making sad neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυγνοποιώ — έω, Α [στυγνοποιός] καθιστώ κάποιον στυγνό, τού προκαλώ κατήφεια και μελαγχολία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”